πολυκλινής

πολυκλινής
(I)
-ές, Α
αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλινής (< κλίνη)].
————————
(II)
-ές, Α
αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο-κλινής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυκλινής — lying with many masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλινές — πολυκλινής lying with many masc/fem voc sg πολυκλινής lying with many neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκλινέες — πολυκλινής lying with many masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”